- μαρτενσίτης
- οχημ. κύριο συστατικό τών χαλύβων που έχουν υποβληθεί στη διαδικασία βαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. martensite από το επών. τού Γερμανού μεταλλειολόγου Α. Martens].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.